- κυδαίνων
- κῡδαίνων , κυδαίνωgivepres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυδαίνω — (AM) [κύδος] δίνω σε κάποιον τιμή και δόξα, λαμπρύνω, δοξάζω («πατρόθεν ἐκ γενεῆς ὀνομάζων ἄνδρα ἕκαστον, πάντας κυδαίνων», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. ευφραίνω, τέρπω («κύδαινε δὲ θυμὸν ἄνακτος», Ομ. Οδ.) 2. (σπάνια με κακή σημασία) κολακεύω («μέγα… … Dictionary of Greek
ADRASTUS — I. ADRASTUS Gorgii fil. dum Athim Croesi filium suae fidei creditum, in venatione, aprilocô percussisset, selsuper eiusdem tumulum confodit. Herodot. l. 1. II. ADRASTUS Percosii fil. de quo vide in dictione Percosius. III. ADRASTUS Philosophus,… … Hofmann J. Lexicon universale
PROMETHEUS — Iapeti et Clymenes fil. teste Poeta. Κούρην δ᾿ Ι᾿άπετος καλλίσφυρον Ω᾿κεανίνην Η᾿γάγετο Κλυμένην, καὶ ὁμὸν λέχος εἰσανέβαινεν, Η῾δὲ οἰ Α῎τλαντα κρατερόφρονα γείνατο παῖδα. Τίκτε δ᾿ ὑπερκύδαντα Μενοὶτιον, ἠδὲ Προμηθέα Ποικίλον, αἰολομῆτιν. Filium… … Hofmann J. Lexicon universale